- ευθυντήρας
- ο (Α εὐθυντήρ) [ευθύνω]νεοελλ.όργανο με το οποίο γίνεται εύθυνση, ίσιωμα κάποιου αντικειμένου ή μέλους τού σώματοςαρχ.1. αυτός που ξαναφέρνει στον ίσιο δρόμο, ο τιμωρός2. ως επίθ. φρ. «εὐθυντήρ οἴαξ» — το τιμόνι που κρατάει σε ευθεία πορεία το πλοίο (Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.